Με τον όρο μύλη κύηση εννοούμε τη νόσο του τροφοβαλστικού ιστού. Μπορεί να εμφανιστεί ώς υδατιδώδη ή μη διηθητική μύλη, ως διεισδυτική μύλη και ως χοριοκαρκίνωμα ή χοριοεπιθηλίωμα. Η παθογένεια της νόσου οφείλεται στο γεγονός ότι η παθολογική τροφοβλάστη χάνει την ικανότητά της να διαπλάθει τα αγγεία των λαχνών, με αποτέλεσμα την κατακράτηση των προιόντων ανταλλαγής της ύλης, δηλ. του CO2 και του H2O, με συνέπεια την υδατιδική εκφύλιση του στρώματος των λαχνών.
Η κλινική εικόνα ποικίλει ανάλογα τη βαρήτητα της νόσου και συνήθως περιλαμβάνει κολπική αιμορραγία στην κύηση με σοβαρή υπερέμεση και πολύ υψηλές τιμές β χοριονικής γοναδοτροπίνης που δεν αντιστοιχουν στην ημερολογιακή ηλικία κύησης. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος είναι καθοριστικός με την κλασσική εικόνα χιονοθέλλας.Η οριστική διάγνωση τίθεται μόνο μετά από ιστολογική εξέταση των ξεσμάτων ενδομητρίου.
Η θεραπευτική αγωγή συνίσταται στην άμεση κένωση της ενδομητικής κοιλότητας από το περιεχόμενό της. Στη διάρκεια της επέμβασης ο κίνδυνος αιμορραγίας είναι μεγάλος και για το λόγο αυτό πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα. Σε γυναίκες άνω των 40 ετών και με την προϋπόθεση ότι δεν επιθυμούν να τεκνοποιήσουν μπορεί να προταθεί και ολική υστερεκτομή. Σε περιπτώσεις χοριοκαρκινώματος είναι απαραίτητη και η χημειοθεραπεία ενώ η αφαίρεση μήτρας κρίνεται απαραίτητη σε εξαιρετικά ελάχιστες περιπτώσεις.
Μετά την κένωση της μήτρας επιβάλλεται τακτικός έλεγχος των επιπέδων β-hCG κάθε εβδομάδα, μέχρι και τρεις εβδομάδες μετά την εξαφάνιση αυτής της ορμόνης από τον ορό του αίματος, οπότε μετά παρακολουθείται η ανίχνευσή της κάθε μήνα για 6 περίπου μήνες. Υποχώρηση της νόσου θεωρούμε ότι έχει επιτευχθει όταν μετράμε 3 συνεχόμενες, φυσιολογικές τιμές β-hCG σε διάστημα 14-21 ημερών. Αν στο διάστημα αυτό διαπιστωθεί άνοδος των τιμών της ορμόνης υπάρχει υποψία για ατελή κένωση της μήτρας ή διεισδυτική μύλη ή χοριοκαρκίνωμα, οπότε και επιβάλλεται νέα ερευνητική απόξεση του ενδομητρίου και ιστολογική εξέταση των ξεσμάτων. Σε όλες τις ασθενείς μετά τη χειρουργική αντιμετώπισή τους συνιστάται η αποφυγή νέας κύησης τον πρώτο χρόνο και τουλάχιστον για 6 μήνες. Συμπληρωματικά στη θεραπευτική αντιμετώπιση αυτής της μύλης κύησης μπορεί να γίνει και ακτινολογικός έλεγχος των πνευμόνων για αποκλεισμό πιθανής μετάστασης της νόσου.